υαλίτης

υαλίτης
ο, Ν
(ορυκτ.) άμορφο ορυκτό διοξείδιο τού πυριτίου, ποικιλία τού οπαλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyalite <ύαλος + κατάλ. -ίτης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”